- Χίλωνος
- Χίλωνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιλώνειος — και χειλώνειος, εία, ον, Α [Χίλων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχαίο σοφό Χίλωνα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χιλώνειον ρητό τού Χίλωνος … Dictionary of Greek